Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρυμούρα — και στριμούρα, η, Ν 1. στρύμωγμα 2. μτφ. παραξενιά, δυστροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμ τού στρυμώχνω* + κατάλ. ούρα (πρβλ. κα ούρα, φαγούρα)] … Dictionary of Greek
στριμούρα — η, Ν βλ. στρυμούρα … Dictionary of Greek